-
1 διασκευαζω
1) приводить в порядок, приготовлять(τὰ ὄργανα πρός τι Polyb.)
2) подготовлять3) наряжать(τινὰ βασιλικῶς Luc.; γυναῖκες πολυτελῶς διεσχευασμέναι Polyb.; ἄνδρες εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι Plut.)
4) снаряжать(ὁπλῖται διεσκευασμένοι Arst.; ἱππεῖς διασκευασάμενοι Plat.)
5) med. снаряжаться(ἐς πλοῦν Thuc.; εἰς μάχην Xen.)
6) обрабатывать, редактировать(τὰς βίβλους Diod.)
7) med. ирон. устраиваться, принимать мерыδ. πρὸς τὰς δικαστάς Xen. — стараться привлечь судей на свою сторону;
διασκευάσασθαι τέν οὐσίαν Dem. — промотать свое состояние -
2 διασμιλευω
досл. подпиливать, шлифовать, перен. исправлять(τὰς βίβλους ἐφθαρμένας Anth.)
-
3 θυηπολεω
1) совершать жертвоприношения(Κρόνῳ Soph.; κατὰ τὰς Μουσαίου καὴ Ὀρφέως βίβλους Plat.)
θ. κατὰ τὸν ἀνάκτορον (τοῦ Ἀπόλλωνος) Eur. — совершать жертвоприношения в храме Аполлона;εὐαγγέλοισιν ἐλπίσιν θ. Aesch. — приносить жертву в надежде на благоприятные вести2) очищать жертвоприношениями
См. также в других словарях:
περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… … Dictionary of Greek
THESMOPHORIA — festum cui a Cetere θεσμοφόρῳ nomen. Huius enim beneficiô cum fruges inventae esent, quarum dein sationem Tripolemus docuit, decretô totius populi Atheniensis, sacra hae instiura sunt, quae a Cerere, ut dictum, Thesmophoria, et a partre… … Hofmann J. Lexicon universale